- ακροσφαλής
- ης, ες непрочный, ненадёжный, шаткий;
ακροσφαλής κατάσταση — шаткое положение;
ακροσφαλής υγεία — слабое здоровье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακροσφαλής κατάσταση — шаткое положение;
ακροσφαλής υγεία — слабое здоровье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀκροσφαλής — apt to trip masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροσφαλής — ές (Α ἀκροσφαλής) αυτός που κινδυνεύει να πέσει, ο μη σταθερός, επισφαλής αβέβαιος άρχ. ο ικανός να επιφέρει πτώση, ολισθηρός, επικίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + σφαλὴς < ἐσφάλην, σφάλλω] … Dictionary of Greek
ἀκροσφαλῆ — ἀκροσφαλής apt to trip neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκροσφαλής apt to trip masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκροσφαλής apt to trip masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροσφαλεῖ — ἀκροσφαλής apt to trip masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀκροσφαλής apt to trip masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροσφαλεῖς — ἀκροσφαλής apt to trip masc/fem acc pl ἀκροσφαλής apt to trip masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροσφαλές — ἀκροσφαλής apt to trip masc/fem voc sg ἀκροσφαλής apt to trip neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροσφαλοῦς — ἀκροσφαλής apt to trip masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροσφαλῶς — ἀκροσφαλής apt to trip adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασφαλής — ές, Α (για ανθρώπους) ο μη σταθερός, ο σφαλερός, ο ακροσφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σφαλής (< σφάλλω), πρβλ. επι σφαλής] … Dictionary of Greek
ԾԱՅՐԱԶԵՂԾ — ( ) NBH 1 1005 Chronological Sequence: Unknown date ա. ἁκροσφαλής titubans. կարի զեղծ, տկար, դողդոջուն. *Ծայրազեղծ ոտք, որպէս մանկանցն. Բրս. արբեց … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)